- κληρονομικός
- -ή, -ό (Α κληρονομικός, -ή, -όν) [κληρονόμος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κληρονομία ή στον κληρονόμο («κληρονομικό δικαίωμα»)2. αυτός που προέρχεται από κληρονομία («το σπίτι τους στην εξοχή είναι κληρονομικό»)νεοελλ.1. (για σωματικές ή ψυχικές ιδιότητες) αυτός που μεταβιβάζεται από τους γονείς στα παιδιά ή, γενικά, από τους προγόνους στους απογόνους («κληρονομικό ελάττωμα»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κληρονομικάδιαφορές μεταξύ κληρονόμων, δικαστικοί αγώνες σχετικοί με την κληρονομιά3. φρ. (αστ. δίκ.) α) «κληρονομική διαδοχή» — η διαδοχή που επέρχεται με τον θάνατο ενός προσώπου στο σύνολο τών έννομων σχέσεων τού προσώπου αυτού οι οποίες μεταβιβάζονται ως ενιαία ομάδα σε ένα ή περισσότερα επιζώντα πρόσωπαβ) «Κληρονομικό Δίκαιο» — το σύνολο τών συστηματικά συγκροτημένων διατάξεων τού Αστικού Δικαίου με τις οποίες ρυθμίζεται η λόγω θανάτου μεταβίβαση περιουσίας από πρόσωπο σε πρόσωποεπίρρ...κληρονομικώς και -α1. με κληρονομικό τρόπο, με τους νόμους τής κληρονομικότητας2. από κληρονομική άποψη.
Dictionary of Greek. 2013.